- πολυδέγμων
- πολυδέγμωνcontainingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδέγμων — ον, Α 1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά 2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά 3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων προσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο… … Dictionary of Greek
Полидегмон — • Πολυδέγμων, см. Άιδης, Аид … Реальный словарь классических древностей
πολυδέγμονος — πολυδέγμων containing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОЛИДАМАС, ПОЛИДАМАНТ — •Polydămas, Πολυδάμας, 1) сын Панфоя и Фронтиды, храбрый троянский герой и вместе прорицатель, который отличался красноречием и благоразумием и суждения которого больше всего боялся друг его… … Реальный словарь классических древностей
πολυδέκτης — ὁ, Α πολυδέγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. χρυσο δέκτης] … Dictionary of Greek
χύτλον — τὸ, Α 1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό 2. στον πληθ. τὰ χύτλα το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.) 3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...»,… … Dictionary of Greek